Γιώργου Πετούση*
(Πασχαλινό διήγημα, διασκευή από το δημοσιευμένο ήδη πρωτότυπο).
Από το καμπαναριό μας, έργο τέχνης, εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα. Τα παιδιά που όρισε ο παπά Μάρκος και ο κυρ Χρήστος ο καντηλανάφτης, συνέχισαν, μια ο ένας, μια ο άλλος, διαδοχικά, να ηχούν το σήμαντρο. Στο ιερό ο παπά Μάρκος, έτοιμος κι αυτός, φορούσε ήδη την ωραία ιερατική στολή του. Αυτήν που φορούσε μονάχα σε ξεχωριστές περιπτώσεις όπως Χριστούγεννα και Πάσχα. Είχε μέσα στο ιερό έτοιμο και το πανέρι γεμάτο ως πάνω μ’ ανθισμένη μερσίνη, δαφνόφυλλα κι ανθοπέταλα. Ήταν έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Σκύψαμε και μ’ ευλάβεια του φιλήσαμε το χέρι. Μας βλόγησε.
Εντός ολίγου, καταφθάσανε ανάμεσα σ΄ άλλους, ο μάστρε Νικόλας της Στυλλούς κι ο κύριος Χρήστος.
Οι δυο μας ψαλτάδες. Μαζί τους κατέφθασε βιαστικός κι ο γέρο Στεφανής Νείλος, ο πατέρας του Φρίξου. Τέτοια μέρα σημαδιακή, Άγιο Σάββατο κι αύριο Κυριακή της Ανάστασης πριν το μεσημέρι στον εσπερινό της Αγάπης, είχε την καλή του. Αυξημένα καθήκοντα.
«Άτε Στεφανή, ετοιμάστου», του είπε ένας από τους επιτρόπους
Πήγε στο μανουάλι, αυτό που βρίσκεται στο προσκυνητάρι κι άρχισε, όπως κάθε χρόνο, να ξεβιδώνει με προσοχή, μια, μια, τις υποδοχές των κεριών. Κ΄ όταν ξεβίδωσε όλες τις υποδοχές των κεριών, την υποδοχή που δεχόταν τη μοναδική λαμπάδα την άφησε χαλαρή. Μαζί του από το σπίτι φρόντισε όπως πάντα κι έφερε το εργαλείο του, ένα γουδοχέρι. Ήταν ήδη έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Στο ιερό ο παπά Μάρκος από ώρα έβαλε βλογητός. Σ’ ελάχιστο χρόνο, η εκκλησιά, γέμισε κόσμο. Πρέπει να μην έλειπε κανείς. Ο αναγνώστης τέλεψε τον εξάψαλμο και το λόγο πήραν ήδη οι ψαλτάδες.
Μέσα στα στασίδια των ψαλτάδων, οι υποψήφιοι αναγνώστες, συνωστίζονταν και υπήρχε συναγωνισμός. Ήσαν έτοιμοι ο Πέτρος της Μαρίας της Κοκκονούς, ο φίλος του Παναής του Μόζορα και ο Φρίξος του Στεφανή, ποιός από τους τρεις να προφθάσει να πει την πρώτη προφητεία. Το όλο κλίμα μέσα στην εκκλησία άλλαξε όταν ο μάστρε Νικόλας, άρχισε να ψέλνει σε ήχο πρώτο «Την παγκόσμιον δόξαν, την εξ ανθρώπων σπαρείσαν και τον Δεσπότη τεκούσαν…», το γνωστόν ύμνον προς τη Θεοτόκο. Τότε η ανάγνωση της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης προφητείας, μπήκε στην τελική ευθεία κι όταν ήλθε η ώρα, προσέξαμε πως ο ξάδερφος μου Παναής, τα κατάφερε. Άρχισε πρώτος. «Γενέσεως το ανάγνωσμα», πρόφθασε και είπε. Οπόταν από τον παπά Μάρκο μέσα από το Ιερό Βήμα, πήρε την ευλογία: «Σοφία πρόσχωμεν». Πήρε ύφος κι’ άρχισε με έμφαση να λέει την προφητεία. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην…». Μικρή στην έκτασή της η προφητεία, όταν πήρε τέλος η ανάγνωση, ο Φρίξος του Στεφανή, δεν πήρε άλλου καιρό. Όπως στ’ άλογα στον ιππόδρομο όταν τρέχουν και στη στροφή πριν το τέρμα για να ξεχωρίσουν, κάνουν κεφαλή μπροστά, με το «Προφητείας Ιωνά το ανάγνωσμα» πήρε φόρα. Άρχισε να διαβάζει την προφητεία. Η ανάγνωση της τρίτης προφητείας του Δανιήλ, έμεινε τελικά, υπό κανονικές συνθήκες εκτός απροόπτου, να την αναγνώσει ο Πέτρος.
Εκεί που στεκόμουν και κοντά στο αναλόγιο, άκουσα τον Λεύκο να λέει: «Έχω την εντύπωση πως ο Φρίξος με τη φόρα που πήρε, σαν μερακλωθεί, υπάρχει περίπτωση να πει και την τρίτη. Τότε θ’ αφήσει σύξυλο τον Πέτρο». Απάνω όμως που τέλειωσε, ο Πέτρος, έμπειρος, δεν του πήρε καθόλου καιρό. Έκαμε κεφαλή μπροστά. Δεν τον άφησε να πάρει ούτε ανάσα. Πρόφθασε και είπε το «Προφητείας Δανιήλ το ανάγνωσμα», οπόταν μέσα από το Ιερό Βήμα πήρε, «Σοφία πρόσχομεν», πήρε την ευλογία.
Μετά το τέλος του ύμνου των τριών παίδων και την ανάγνωση της προς Ρωμαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου «Αδελφοί, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» ο παπά Μάρκος, βγήκε από την Ωραία Πύλη ψάλλοντας με όλη τη δύναμη της φωνής, όση του απόμεινε στα γεράματά του, το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι». Οπόταν στην εκκλησία έγινε πραγματικά το «Ανάστα ο Θεός». Χαλασμός κόσμου. Στους σκάμνους τα καθίσματα ανεβοκατέβαιναν και χτυπούσαν. Η καμπάνα χτυπούσε. Χαρούμενα χτυπούσε. Ο κύριος Στεφανής Νείλος, ευθυτενής και ψηλός, κοντά στα δυο μέτρα, με το οριχάλκινο βαρύ γουδοχέρι στο χέρι και σε ρυθμό ένα, δυο, τρία, ανεβοκατέβαζε και χτυπούσε το μανουάλι. Ένα, δύο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν» Ένα, δυο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν». Ένα, δυο, τρία «Νταν, νταν, νταν». Ο οριχάλκινος δίσκος βιδωμένος στα χαλαρά, όμοιο το μέταλλο του με κείνο της καμπάνας, σχεδόν ξεβίδωτος, σε κάθε κτύπο, άφηνε ήχο διάφανο, βροντερό, καθαρό, μεταλλικό, ένα ήχο που προσέδιδε μια άλλη διάσταση στην όλη προαναστάσιμη ατμόσφαιρα. Πραγματικά το κάθε κτύπημα άφηνε ένα δυνατό καθαρότατο ήχο, που προερχόταν ωσάν από εκτινασσόμενα στην ατμόσφαιρα θραύσματα μετάλλου και ξεσήκωνε μέσα σου, ένα πηγαίο αίσθημα έντονης χαράς και διαπεραστικό ρίγος. Με το «Ανάστα ο Θεός», οι δυο ταραξίες, έξω στη μεγάλη πεζούλα, στη σειρά, πυροδότησαν όλες τις κροτίδες. Όλες έκαναν έκρηξη. Μέσα κι έξω από το ναό δημιούργησαν χαλασμό κόσμου. Σωστό πανδαιμόνιο. Η ισχύ του Άδη, οι πύλες του Άδη, κατάπεφταν. Γίνονταν θρύψαλα.
«Πού σου Άδη το νίκος; Πού σου θάνατε το κέντρο;», προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας, νύχτα της Ανάστασης προς τα ξημερώματα, θα μας διάβαζε τους λόγους του ιερού Χρυσοστόμου, ο παπά Μάρκος.
Ο παπά Μάρκος, προτού τον δούμε να βγαίνει με το πανέρι από το ιερό, στεκόμασταν στον σκάμνο με τον παππού.
«Έλα δαχαμαί να χτυπάς το στασίδι», με προέτρεψε.
Με κάποια ομολογώ κρυφή αγωνία περίμενα τη στιγμή. Κι όταν από το ιερό πρόβαλε με το πανέρι ο ιερέας κι όταν άρχισαν όλοι ρυθμικά να χτυπούνε τα στασίδια τους, τότε μ’ όλη τη δύναμη που διέθετα, χαρούμενος και με δάκρυα στα μάτια, ανεβοκατέβαζα, όπως όλοι, το κάθισμα του στασιδιού του. «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», με τον παπά Μάρκο έψαλλα κι εγώ μαζί του.
Με την έξοδο του ιερέα από το Άγιο Βήμα, το δάπεδο της εκκλησίας γέμιζε με κλωναράκια μερσίνης. Φύλλα δάφνης και με πλήθος πολύχρωμα ροδόφυλλα. Η ευωδιά από τα ροδόφυλλα αγριοτριαντάφυλλου, γέμισε την ατμόσφαιρα. Η όλη πένθιμη ατμόσφαιρα με το «ως εκλείπει καπνός», αίφνης, διαλυόταν. Μέρα θριάμβου. Ο θρήνος μετατρεπόταν σε ανεκλάλητη, απερίγραπτη, μεγάλη, απέραντη χαρά. Έπεφταν τα μαύρα από το εικονοστάσι. Ξαναβλέπαμε στο τέμπλο να εμφανίζονται τα φωτοστεφανωμένα πρόσωπα, οι μορφές των Αγίων. Η καρποφορία, διαχρονικά, δια μέσου των αιώνων, στο δένδρο της Εκκλησίας. Με τη Θεία Λειτουργία και με την απόλυση, όλη η οικογένεια, όπως και όλοι οι χωριανοί, πήραμε το δρόμο για το σπίτι.
«Να το αθθυμάστε παιδκιά μου, στη Χριστιανοσύνην ζήσαμε τζαι ζιούμεν την χαρμολύπη»
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που από το στόμα του παππού, άκουγα αυτή την τόσο παράξενη, οξύμωρη στο κρυφό νόημά της, λέξη. Από κείνη τη στιγμή της πρώτης Ανάστασης μέχρι τη δεύτερη, μας χώριζαν ελάχιστες ώρες. Μια και μόνο ανάσα.
Ο Γιώργος Πετούσης είναι Πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης». Το διήγημα «Η πρώτη Ανάσταση», είναι ένα από τα κεφάλαια του ανέκδοτου βιβλίου του «Νοσταλγία μιας άλλης εποχής και μιας άλλης πόλης» και από την ενότητα «Λανίτικο Πάσχα σε άλλες εποχές» Το διήγημα το 2010 πήρε έπαινο στον πρόσφατο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του Πειραϊικού Συνδέσμου
(Πασχαλινό διήγημα, διασκευή από το δημοσιευμένο ήδη πρωτότυπο).
Από το καμπαναριό μας, έργο τέχνης, εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα. Τα παιδιά που όρισε ο παπά Μάρκος και ο κυρ Χρήστος ο καντηλανάφτης, συνέχισαν, μια ο ένας, μια ο άλλος, διαδοχικά, να ηχούν το σήμαντρο. Στο ιερό ο παπά Μάρκος, έτοιμος κι αυτός, φορούσε ήδη την ωραία ιερατική στολή του. Αυτήν που φορούσε μονάχα σε ξεχωριστές περιπτώσεις όπως Χριστούγεννα και Πάσχα. Είχε μέσα στο ιερό έτοιμο και το πανέρι γεμάτο ως πάνω μ’ ανθισμένη μερσίνη, δαφνόφυλλα κι ανθοπέταλα. Ήταν έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Σκύψαμε και μ’ ευλάβεια του φιλήσαμε το χέρι. Μας βλόγησε.
Εντός ολίγου, καταφθάσανε ανάμεσα σ΄ άλλους, ο μάστρε Νικόλας της Στυλλούς κι ο κύριος Χρήστος.
Οι δυο μας ψαλτάδες. Μαζί τους κατέφθασε βιαστικός κι ο γέρο Στεφανής Νείλος, ο πατέρας του Φρίξου. Τέτοια μέρα σημαδιακή, Άγιο Σάββατο κι αύριο Κυριακή της Ανάστασης πριν το μεσημέρι στον εσπερινό της Αγάπης, είχε την καλή του. Αυξημένα καθήκοντα.
«Άτε Στεφανή, ετοιμάστου», του είπε ένας από τους επιτρόπους
Πήγε στο μανουάλι, αυτό που βρίσκεται στο προσκυνητάρι κι άρχισε, όπως κάθε χρόνο, να ξεβιδώνει με προσοχή, μια, μια, τις υποδοχές των κεριών. Κ΄ όταν ξεβίδωσε όλες τις υποδοχές των κεριών, την υποδοχή που δεχόταν τη μοναδική λαμπάδα την άφησε χαλαρή. Μαζί του από το σπίτι φρόντισε όπως πάντα κι έφερε το εργαλείο του, ένα γουδοχέρι. Ήταν ήδη έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Στο ιερό ο παπά Μάρκος από ώρα έβαλε βλογητός. Σ’ ελάχιστο χρόνο, η εκκλησιά, γέμισε κόσμο. Πρέπει να μην έλειπε κανείς. Ο αναγνώστης τέλεψε τον εξάψαλμο και το λόγο πήραν ήδη οι ψαλτάδες.
Μέσα στα στασίδια των ψαλτάδων, οι υποψήφιοι αναγνώστες, συνωστίζονταν και υπήρχε συναγωνισμός. Ήσαν έτοιμοι ο Πέτρος της Μαρίας της Κοκκονούς, ο φίλος του Παναής του Μόζορα και ο Φρίξος του Στεφανή, ποιός από τους τρεις να προφθάσει να πει την πρώτη προφητεία. Το όλο κλίμα μέσα στην εκκλησία άλλαξε όταν ο μάστρε Νικόλας, άρχισε να ψέλνει σε ήχο πρώτο «Την παγκόσμιον δόξαν, την εξ ανθρώπων σπαρείσαν και τον Δεσπότη τεκούσαν…», το γνωστόν ύμνον προς τη Θεοτόκο. Τότε η ανάγνωση της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης προφητείας, μπήκε στην τελική ευθεία κι όταν ήλθε η ώρα, προσέξαμε πως ο ξάδερφος μου Παναής, τα κατάφερε. Άρχισε πρώτος. «Γενέσεως το ανάγνωσμα», πρόφθασε και είπε. Οπόταν από τον παπά Μάρκο μέσα από το Ιερό Βήμα, πήρε την ευλογία: «Σοφία πρόσχωμεν». Πήρε ύφος κι’ άρχισε με έμφαση να λέει την προφητεία. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην…». Μικρή στην έκτασή της η προφητεία, όταν πήρε τέλος η ανάγνωση, ο Φρίξος του Στεφανή, δεν πήρε άλλου καιρό. Όπως στ’ άλογα στον ιππόδρομο όταν τρέχουν και στη στροφή πριν το τέρμα για να ξεχωρίσουν, κάνουν κεφαλή μπροστά, με το «Προφητείας Ιωνά το ανάγνωσμα» πήρε φόρα. Άρχισε να διαβάζει την προφητεία. Η ανάγνωση της τρίτης προφητείας του Δανιήλ, έμεινε τελικά, υπό κανονικές συνθήκες εκτός απροόπτου, να την αναγνώσει ο Πέτρος.
Εκεί που στεκόμουν και κοντά στο αναλόγιο, άκουσα τον Λεύκο να λέει: «Έχω την εντύπωση πως ο Φρίξος με τη φόρα που πήρε, σαν μερακλωθεί, υπάρχει περίπτωση να πει και την τρίτη. Τότε θ’ αφήσει σύξυλο τον Πέτρο». Απάνω όμως που τέλειωσε, ο Πέτρος, έμπειρος, δεν του πήρε καθόλου καιρό. Έκαμε κεφαλή μπροστά. Δεν τον άφησε να πάρει ούτε ανάσα. Πρόφθασε και είπε το «Προφητείας Δανιήλ το ανάγνωσμα», οπόταν μέσα από το Ιερό Βήμα πήρε, «Σοφία πρόσχομεν», πήρε την ευλογία.
Μετά το τέλος του ύμνου των τριών παίδων και την ανάγνωση της προς Ρωμαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου «Αδελφοί, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» ο παπά Μάρκος, βγήκε από την Ωραία Πύλη ψάλλοντας με όλη τη δύναμη της φωνής, όση του απόμεινε στα γεράματά του, το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι». Οπόταν στην εκκλησία έγινε πραγματικά το «Ανάστα ο Θεός». Χαλασμός κόσμου. Στους σκάμνους τα καθίσματα ανεβοκατέβαιναν και χτυπούσαν. Η καμπάνα χτυπούσε. Χαρούμενα χτυπούσε. Ο κύριος Στεφανής Νείλος, ευθυτενής και ψηλός, κοντά στα δυο μέτρα, με το οριχάλκινο βαρύ γουδοχέρι στο χέρι και σε ρυθμό ένα, δυο, τρία, ανεβοκατέβαζε και χτυπούσε το μανουάλι. Ένα, δύο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν» Ένα, δυο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν». Ένα, δυο, τρία «Νταν, νταν, νταν». Ο οριχάλκινος δίσκος βιδωμένος στα χαλαρά, όμοιο το μέταλλο του με κείνο της καμπάνας, σχεδόν ξεβίδωτος, σε κάθε κτύπο, άφηνε ήχο διάφανο, βροντερό, καθαρό, μεταλλικό, ένα ήχο που προσέδιδε μια άλλη διάσταση στην όλη προαναστάσιμη ατμόσφαιρα. Πραγματικά το κάθε κτύπημα άφηνε ένα δυνατό καθαρότατο ήχο, που προερχόταν ωσάν από εκτινασσόμενα στην ατμόσφαιρα θραύσματα μετάλλου και ξεσήκωνε μέσα σου, ένα πηγαίο αίσθημα έντονης χαράς και διαπεραστικό ρίγος. Με το «Ανάστα ο Θεός», οι δυο ταραξίες, έξω στη μεγάλη πεζούλα, στη σειρά, πυροδότησαν όλες τις κροτίδες. Όλες έκαναν έκρηξη. Μέσα κι έξω από το ναό δημιούργησαν χαλασμό κόσμου. Σωστό πανδαιμόνιο. Η ισχύ του Άδη, οι πύλες του Άδη, κατάπεφταν. Γίνονταν θρύψαλα.
«Πού σου Άδη το νίκος; Πού σου θάνατε το κέντρο;», προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας, νύχτα της Ανάστασης προς τα ξημερώματα, θα μας διάβαζε τους λόγους του ιερού Χρυσοστόμου, ο παπά Μάρκος.
Ο παπά Μάρκος, προτού τον δούμε να βγαίνει με το πανέρι από το ιερό, στεκόμασταν στον σκάμνο με τον παππού.
«Έλα δαχαμαί να χτυπάς το στασίδι», με προέτρεψε.
Με κάποια ομολογώ κρυφή αγωνία περίμενα τη στιγμή. Κι όταν από το ιερό πρόβαλε με το πανέρι ο ιερέας κι όταν άρχισαν όλοι ρυθμικά να χτυπούνε τα στασίδια τους, τότε μ’ όλη τη δύναμη που διέθετα, χαρούμενος και με δάκρυα στα μάτια, ανεβοκατέβαζα, όπως όλοι, το κάθισμα του στασιδιού του. «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», με τον παπά Μάρκο έψαλλα κι εγώ μαζί του.
Με την έξοδο του ιερέα από το Άγιο Βήμα, το δάπεδο της εκκλησίας γέμιζε με κλωναράκια μερσίνης. Φύλλα δάφνης και με πλήθος πολύχρωμα ροδόφυλλα. Η ευωδιά από τα ροδόφυλλα αγριοτριαντάφυλλου, γέμισε την ατμόσφαιρα. Η όλη πένθιμη ατμόσφαιρα με το «ως εκλείπει καπνός», αίφνης, διαλυόταν. Μέρα θριάμβου. Ο θρήνος μετατρεπόταν σε ανεκλάλητη, απερίγραπτη, μεγάλη, απέραντη χαρά. Έπεφταν τα μαύρα από το εικονοστάσι. Ξαναβλέπαμε στο τέμπλο να εμφανίζονται τα φωτοστεφανωμένα πρόσωπα, οι μορφές των Αγίων. Η καρποφορία, διαχρονικά, δια μέσου των αιώνων, στο δένδρο της Εκκλησίας. Με τη Θεία Λειτουργία και με την απόλυση, όλη η οικογένεια, όπως και όλοι οι χωριανοί, πήραμε το δρόμο για το σπίτι.
«Να το αθθυμάστε παιδκιά μου, στη Χριστιανοσύνην ζήσαμε τζαι ζιούμεν την χαρμολύπη»
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που από το στόμα του παππού, άκουγα αυτή την τόσο παράξενη, οξύμωρη στο κρυφό νόημά της, λέξη. Από κείνη τη στιγμή της πρώτης Ανάστασης μέχρι τη δεύτερη, μας χώριζαν ελάχιστες ώρες. Μια και μόνο ανάσα.
Ο Γιώργος Πετούσης είναι Πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης». Το διήγημα «Η πρώτη Ανάσταση», είναι ένα από τα κεφάλαια του ανέκδοτου βιβλίου του «Νοσταλγία μιας άλλης εποχής και μιας άλλης πόλης» και από την ενότητα «Λανίτικο Πάσχα σε άλλες εποχές» Το διήγημα το 2010 πήρε έπαινο στον πρόσφατο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του Πειραϊικού Συνδέσμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου