Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων
Από παντού λαμβάνουμε μηνύματα απαισιοδοξίας. Για την Ελλάδα, για την οικονομία μας, για την Ευρώπη, για την ανθρωπότητα. Ειδικά στον μέσο Έλληνα καλλιεργείται από διάφορες πλευρές η αίσθηση ότι τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη. Η αυτοπεποίθηση του Νεοέλληνα κινδυνεύει να καταρρεύσει τελείως. Και οι λόγοι είναι πολλοί. Ακούμε τους δανειστές μας να μάς απειλούν, βλέπουμε υπαλλήλους διεθνών Οργανισμών να ελέγχουν κάθε τομέα της δημόσιας ζωής σαν να είμαστε το προτεκτοράτο του 1830, παρατηρούμε καταστήματα να κλείνουν, διαβάζουμε απειλές για απολύσεις. Η Ευρώπη στερείται μεγάλων ηγετών και οι υπερεθνικοί οργανισμοί διοικούνται από ανθρωπάκια που δεν μπορούν να τιθασεύσουν τον ... ερωτισμό τους. Παρά ταύτα αισιοδοξώ. Συγκρατημένα, μετρημένα, με έντονο προβληματισμό, ναι. Αλλά αισιοδοξώ. Διότι μελετώ την πρόσφατη ιστορία μας και διδάσκομαι ότι ξεπεράσαμε χειρότερες καταστάσεις.
Θυμίζω ότι το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης φώναξε μέσα στην Βουλή το περίφημο: Δυστυχώς επτωχεύσαμεν! Είχε στείλει προηγουμένως τον Υπουργό Οικονομικών Θεοτόκη στη Μ. Βρετανία για να ζητήσει δάνειο και οι Βρετανοί απαίτησαν να ελέγχουν πλήρως την εξωτερική μας πολιτική ως προϋπόθεση κάθε οικονομικής βοήθειας. Ο υπερήφανος Τρικούπης δεν έκανε υπόγειες διαβουλεύσεις, όπως κάποιοι σύγχρονοι πολιτικοί μας έκαναν με τον Στρως Καν. Ούτε αμφιταλαντεύθηκε. Δεν θέλησε να απεμπολήσει το Μακεδονικό, το Κρητικό και τα άλλα εθνικά ζητήματα στο όνομα της οικονομικής κρίσης. Ενώ στην εποχή μας κάποιοι άλλοι δηλώνουν στο εξωτερικό ότι δεν βλάπτει να χάσουμε μερικά τετραγωνικά εθνικού εδάφους αρκεί αν περνάμε καλά και να έχουμε ειρήνη με τους γείτονες. Ο Χ. Τρικούπης προτίμησε να μην παραχωρήσει την εθνική μας αξιοπρέπεια κα να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Θα μπορούσε να πει «λεφτά υπάρχουν», αλλά δεν το έκανε. Έμεινε στην ιστορία με θετικό πρόσημο διότι είπε ειλικρινέστατα ότι «λεφτά δεν υπάρχουν». Μετά από τέσσερα χρόνια ακολούθησε ο εν μέρει ατυχής πόλεμος του 1897. Στο μεν στρατιωτικό πεδίο πράγματι υποχωρήσαμε έναντι των Τούρκων πλην του Σμολένσκη στο Βελεστίνο. Όμως στο διπλωματικό πεδίο κερδίσαμε την διεθνή αναγνώριση της Αυτονομίας της Κρήτης, που ήταν το πρώτο βήμα για την Ένωση. Το επόμενο έτος επεβλήθη στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο ΔΟΕ, που τηρουμένων των αναλογιών ήταν η τρόϊκα της εποχής. Άγγλοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ιταλοί και Ρώσοι εγκαταστάθηκαν σε όλα τα κρατικά μονοπώλια, όπως τα σπίρτα, το αλάτι κ.α και έπαιρναν κατ’ ευθείαν από την πηγή τα χρήματα για τους ξένους δανειστές μας. Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα και την απογοήτευση από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η μικρή πτωχευμένη και καθημαγμένη Ελλάδα κατόρθωσε το 1903-1908 να συντηρήσει έξω από τα τότε σύνορά της έναν διμέτωπο Μακεδονικό Αγώνα εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων και το κυριώτερο: Κατόρθωσε να διαφυλάξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Και όχι μόνον αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια αυτή η προβληματική Ελλαδίτσα, με τον ΔΟΕ να βάζει το χέρι στην τσέπη του κάθε Έλληνα, κατόρθωσε να ανοίξει τα φτερά τα πρωτινά της τα μεγάλα (Κωστής Παλαμάς) και να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα των Βαλκανικών Πολέμων, Το 1912-13 η Ελλάς έδιωξε τους Τούρκους από την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τα νησιά του Β. Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ έθεσε τις βάσεις για τη απελευθέρωση της Θράκης. Οι Έλληνες του 1893-1912 κατόρθωσαν την κρίση να την μετατρέψουν σε ευκαιρία. Τα οικονομικά προβλήματα τους φιλοτίμησαν, τους φανάτισαν με την καλή έννοια, τους προέτρεψαν να μεγαλουργήσουν και να αποδείξουν ότι είναι άξιοι φορείς ενός μεγάλου ονόματος και ικανοί για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως τότε οι διανοούμενοι του Έθνους πρόβαλλαν και υποστήριζαν τη συνέχεια του Ελληνισμού και τόνωναν το εθνικό φρόνημα. Ο Κωστής Παλαμάς, ο Ίων Δραγούμης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Πηνελόπη Δέλτα και πολλοί άλλοι προετοίμασαν τον απλό Έλληνα πολίτη να γίνει ο συνεργάτης και συντονιστής των γηγενών Μακεδονομάχων και στη συνέχεια να γίνει ο ενθουσιώδης στρατιώτης του 1912-13.
Σήμερα υπερπροβάλλονται ορισμένοι διανοητές που καλλιεργούν την εθνική απαισιοδοξία, την περιφρόνηση προς το νεοελληνικό κράτος, την αμφισβήτηση της συνέχειας του Ελληνισμού. Ας τους παραμερίσουμε και ας ανοίξουμε τον δρόμο για επιστήμονες, για διανοητές και βεβαίως για πολιτικούς, οι οποίοι πιστεύουν στις δυνάμεις του Ελληνισμού, που δεν υποκλίνονται δουλοπρεπώς μπροστά σε κάθε Ανάν, Στρως Καν και Νταβούτογλου, που ακολουθούν την αξιοπρεπή γραμμή του Χ. Τρικούπη και δεν υποχωρούν στα εθνικά θέματα με πρόσχημα την οικονομική δυσπραγία.
Αισιοδοξώ σκεπτόμενος ότι η πτωχευμένη Ελλάδα των αρχών του προηγουμένου αιώνος οδηγήθηκε στην εθνική αναγέννηση των Βαλκανικών Πολέμων. Αισιοδοξώ διότι μετά τη Μικρασιατική καταστροφή απορροφήσαμε με ταχύτητα και επιτυχία 1,5 εκατομμύριο προσφύγων αδελφών μας και αξιοποιήσαμε την πνευματική και εμπορική τους ικμάδα. Αισιοδοξώ διότι μετά τη δραματική δεκαετία 1940-1950 βγάλαμε δύο Νομπελίστες, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έναν παγκοσμίου ακτινοβολίας επιστήμονα όπως ο Γ. Παπανικολάου, δύο μουσικοσυνθέτες με οικουμενική ακτινοβολία όπως ο Μάνος. Χατζηδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης. Αναβαπτισθήκαμε στις ελληνορθόδοξες ρίζες μας με τη βοήθεια του Φώτη Κόντογλου, του Γέροντος Παϊσίου κ.ά., και ταυτοχρόνως γίναμε πλήρες μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογενείας με κύριο εφόδιο τη σπουδαία εμπορική ναυτιλία μας. Ως Ορθόδοξος και ως Έλληνας δικαιούμαι να αισιοδοξώ.
Πολιτικός Επιστήμων
Από παντού λαμβάνουμε μηνύματα απαισιοδοξίας. Για την Ελλάδα, για την οικονομία μας, για την Ευρώπη, για την ανθρωπότητα. Ειδικά στον μέσο Έλληνα καλλιεργείται από διάφορες πλευρές η αίσθηση ότι τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη. Η αυτοπεποίθηση του Νεοέλληνα κινδυνεύει να καταρρεύσει τελείως. Και οι λόγοι είναι πολλοί. Ακούμε τους δανειστές μας να μάς απειλούν, βλέπουμε υπαλλήλους διεθνών Οργανισμών να ελέγχουν κάθε τομέα της δημόσιας ζωής σαν να είμαστε το προτεκτοράτο του 1830, παρατηρούμε καταστήματα να κλείνουν, διαβάζουμε απειλές για απολύσεις. Η Ευρώπη στερείται μεγάλων ηγετών και οι υπερεθνικοί οργανισμοί διοικούνται από ανθρωπάκια που δεν μπορούν να τιθασεύσουν τον ... ερωτισμό τους. Παρά ταύτα αισιοδοξώ. Συγκρατημένα, μετρημένα, με έντονο προβληματισμό, ναι. Αλλά αισιοδοξώ. Διότι μελετώ την πρόσφατη ιστορία μας και διδάσκομαι ότι ξεπεράσαμε χειρότερες καταστάσεις.
Θυμίζω ότι το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης φώναξε μέσα στην Βουλή το περίφημο: Δυστυχώς επτωχεύσαμεν! Είχε στείλει προηγουμένως τον Υπουργό Οικονομικών Θεοτόκη στη Μ. Βρετανία για να ζητήσει δάνειο και οι Βρετανοί απαίτησαν να ελέγχουν πλήρως την εξωτερική μας πολιτική ως προϋπόθεση κάθε οικονομικής βοήθειας. Ο υπερήφανος Τρικούπης δεν έκανε υπόγειες διαβουλεύσεις, όπως κάποιοι σύγχρονοι πολιτικοί μας έκαναν με τον Στρως Καν. Ούτε αμφιταλαντεύθηκε. Δεν θέλησε να απεμπολήσει το Μακεδονικό, το Κρητικό και τα άλλα εθνικά ζητήματα στο όνομα της οικονομικής κρίσης. Ενώ στην εποχή μας κάποιοι άλλοι δηλώνουν στο εξωτερικό ότι δεν βλάπτει να χάσουμε μερικά τετραγωνικά εθνικού εδάφους αρκεί αν περνάμε καλά και να έχουμε ειρήνη με τους γείτονες. Ο Χ. Τρικούπης προτίμησε να μην παραχωρήσει την εθνική μας αξιοπρέπεια κα να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Θα μπορούσε να πει «λεφτά υπάρχουν», αλλά δεν το έκανε. Έμεινε στην ιστορία με θετικό πρόσημο διότι είπε ειλικρινέστατα ότι «λεφτά δεν υπάρχουν». Μετά από τέσσερα χρόνια ακολούθησε ο εν μέρει ατυχής πόλεμος του 1897. Στο μεν στρατιωτικό πεδίο πράγματι υποχωρήσαμε έναντι των Τούρκων πλην του Σμολένσκη στο Βελεστίνο. Όμως στο διπλωματικό πεδίο κερδίσαμε την διεθνή αναγνώριση της Αυτονομίας της Κρήτης, που ήταν το πρώτο βήμα για την Ένωση. Το επόμενο έτος επεβλήθη στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο ΔΟΕ, που τηρουμένων των αναλογιών ήταν η τρόϊκα της εποχής. Άγγλοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ιταλοί και Ρώσοι εγκαταστάθηκαν σε όλα τα κρατικά μονοπώλια, όπως τα σπίρτα, το αλάτι κ.α και έπαιρναν κατ’ ευθείαν από την πηγή τα χρήματα για τους ξένους δανειστές μας. Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα και την απογοήτευση από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η μικρή πτωχευμένη και καθημαγμένη Ελλάδα κατόρθωσε το 1903-1908 να συντηρήσει έξω από τα τότε σύνορά της έναν διμέτωπο Μακεδονικό Αγώνα εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων και το κυριώτερο: Κατόρθωσε να διαφυλάξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Και όχι μόνον αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια αυτή η προβληματική Ελλαδίτσα, με τον ΔΟΕ να βάζει το χέρι στην τσέπη του κάθε Έλληνα, κατόρθωσε να ανοίξει τα φτερά τα πρωτινά της τα μεγάλα (Κωστής Παλαμάς) και να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα των Βαλκανικών Πολέμων, Το 1912-13 η Ελλάς έδιωξε τους Τούρκους από την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τα νησιά του Β. Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ έθεσε τις βάσεις για τη απελευθέρωση της Θράκης. Οι Έλληνες του 1893-1912 κατόρθωσαν την κρίση να την μετατρέψουν σε ευκαιρία. Τα οικονομικά προβλήματα τους φιλοτίμησαν, τους φανάτισαν με την καλή έννοια, τους προέτρεψαν να μεγαλουργήσουν και να αποδείξουν ότι είναι άξιοι φορείς ενός μεγάλου ονόματος και ικανοί για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως τότε οι διανοούμενοι του Έθνους πρόβαλλαν και υποστήριζαν τη συνέχεια του Ελληνισμού και τόνωναν το εθνικό φρόνημα. Ο Κωστής Παλαμάς, ο Ίων Δραγούμης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Πηνελόπη Δέλτα και πολλοί άλλοι προετοίμασαν τον απλό Έλληνα πολίτη να γίνει ο συνεργάτης και συντονιστής των γηγενών Μακεδονομάχων και στη συνέχεια να γίνει ο ενθουσιώδης στρατιώτης του 1912-13.
Σήμερα υπερπροβάλλονται ορισμένοι διανοητές που καλλιεργούν την εθνική απαισιοδοξία, την περιφρόνηση προς το νεοελληνικό κράτος, την αμφισβήτηση της συνέχειας του Ελληνισμού. Ας τους παραμερίσουμε και ας ανοίξουμε τον δρόμο για επιστήμονες, για διανοητές και βεβαίως για πολιτικούς, οι οποίοι πιστεύουν στις δυνάμεις του Ελληνισμού, που δεν υποκλίνονται δουλοπρεπώς μπροστά σε κάθε Ανάν, Στρως Καν και Νταβούτογλου, που ακολουθούν την αξιοπρεπή γραμμή του Χ. Τρικούπη και δεν υποχωρούν στα εθνικά θέματα με πρόσχημα την οικονομική δυσπραγία.
Αισιοδοξώ σκεπτόμενος ότι η πτωχευμένη Ελλάδα των αρχών του προηγουμένου αιώνος οδηγήθηκε στην εθνική αναγέννηση των Βαλκανικών Πολέμων. Αισιοδοξώ διότι μετά τη Μικρασιατική καταστροφή απορροφήσαμε με ταχύτητα και επιτυχία 1,5 εκατομμύριο προσφύγων αδελφών μας και αξιοποιήσαμε την πνευματική και εμπορική τους ικμάδα. Αισιοδοξώ διότι μετά τη δραματική δεκαετία 1940-1950 βγάλαμε δύο Νομπελίστες, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έναν παγκοσμίου ακτινοβολίας επιστήμονα όπως ο Γ. Παπανικολάου, δύο μουσικοσυνθέτες με οικουμενική ακτινοβολία όπως ο Μάνος. Χατζηδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης. Αναβαπτισθήκαμε στις ελληνορθόδοξες ρίζες μας με τη βοήθεια του Φώτη Κόντογλου, του Γέροντος Παϊσίου κ.ά., και ταυτοχρόνως γίναμε πλήρες μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογενείας με κύριο εφόδιο τη σπουδαία εμπορική ναυτιλία μας. Ως Ορθόδοξος και ως Έλληνας δικαιούμαι να αισιοδοξώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου