AΠOΣTOΛOΣ N. ΣAMΠAZIΩTHΣ
Kλινικός Ψυχολόγος-Σύμβουλος Oικογένειας,
Eπιστημονικός συνεργάτης Eλληνικής Eταιρείας Mελέτης και Πρόληψης της Kακοποίησης, Eπιστημονικός Συνεργάτης του Eλληνικού Δικτύου Γυναικών Eυρώπης.
«Κι εμένα με χτυπούσαν οι γονείς μου όταν ήμουν μικρός και μεγάλωσα μια χαρά, τι έχω;»
«Αν δεν δίνουμε λίγο ξύλο στα παιδιά, θα γίνουν κακομαθημένα.»
Οι παραπάνω είναι κάποιες από τις απαντήσεις που μπορεί να ακούσει κανείς από γονείς που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τη σωματική τιμωρία ως τρόπο πειθαρχίας στα παιδιά τους. Ως σωματική τιμωρία ορίζεται οποιαδήποτε πράξη επιβάλλει πόνο ή σωματική δυσφορία σε ανήλικο, με σκοπό τον σωφρονισμό ή τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Πράξεις βίας – που συχνά οι γονείς αποδίδουν «στα νεύρα» – όπως το χαστούκι, το άγριο σπρώξιμο, το χτύπημα με αντικείμενο, το ταρακούνημα, το τράβηγμα ή το δάγκωμα συμπεριλαμβάνονται στις μορφές σωματικής τιμωρίας.
Μια πιο προσεκτική ματιά στις επιπτώσεις της σωματικής τιμωρίας αρκεί για να μας πείσει για την ανάγκη να αντικατασταθεί στην καθημερινότητά μας από σύγχρονες μεθόδους πειθαρχίας και διαπαιδαγώγησης.
Αρχικά, η σωματική τιμωρία είναι υποτιμητική, το παιδί νιώθει απελπισία και ταπείνωση, και λαμβάνει το μήνυμα ότι η βία είναι μια ορθή μέθοδος επίλυσης των προβλημάτων. Έτσι, το παιδί γίνεται πιο υποχωρητικό ή επιθετικό και εμφανίζει αντικοινωνική συμπεριφορά. Τα παιδιά που τα χτυπούν συχνά είναι πιο πιθανό, με την πάροδο των ετών, να λένε ψέματα ή να εξαπατούν τους γύρω τους, να είναι απείθαρχα στο σχολείο, να απειλούν συνομηλίκους, χωρίς να νιώθουν ενοχές ή να έχουν αναστολές αλλά και να εμφανίζουν χαμηλότερες επιδόσεις στο σχολείο. Ακόμα, μία σημαντική επίπτωση της σωματικής τιμωρίας αφορά τη σχέση γονιού - παιδιού, η οποία κλονίζεται και υπάρχει το ενδεχόμενο να διαγραφεί. Τέλος, τα παιδιά που βιώνουν τη σωματική τιμωρία είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν ως ενήλικες καταθλιπτικά συμπτώματα ή βίαιη συμπεριφορά, καθώς και να χτυπούν τα παιδί, τον/την σύντροφό τους ή και τους γονείς τους.
Η πειθαρχία του παιδιού, στο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησής του, μπορεί να επιτευχθεί και μέσω τεχνικών βελτίωσης της επικοινωνίας. Για παράδειγμα, όταν το παιδί είναι εκνευρισμένο, ο γονιός μπορεί αρχικά να το ρωτήσει «τι συμβαίνει». Έτσι, ίσως να προλάβει μία κρίση, εφόσον η συναισθηματική ένταση του παιδιού θα βρει λεκτική διέξοδο. Ειδικά για τα παιδιά ηλικίας 3-5 ετών, είναι σημαντικό να τους λέγεται τι να κάνουν, παρά τι να μην κάνουν. Επίσης, καλό είναι να αποφεύγονται οι σκληροί περιορισμοί. Είναι προτιμότερο για κάθε «όχι» που λέει κανείς στο παιδί να του δίνει παράλληλα και δύο επιθυμητές επιλογές.
Με αυτή την τεχνική, αφενός τίθενται όρια κι αφετέρου το παιδί ενθαρρύνεται να ανεξαρτητοποιηθεί και να πάρει αποφάσεις. Ο γονιός μπορεί να δημιουργήσει θετικές βάσεις για την επικοινωνία του με το παιδί όταν ακούει προσεκτικά όσα λέει, όταν του εκφράζει στοργή και τρυφερότητα κι αφιερώνει χρόνο για να παίξει μαζί του. Έτσι, μεταφέρει το μήνυμα στο παιδί ότι είναι σημαντικό πρόσωπο. Ακόμα, ενισχύοντας τις επιθυμητές συμπεριφορές του κι επιβραβεύοντάς το, ενισχύει την αυτοεκτίμησή του.
Ο γονιός μπορεί να φροντίζει ώστε τα λόγια του να περιλαμβάνουν το πώς νιώθει ο ίδιος, αλλά και να δείχνει ότι κατανοεί την άποψη ή τη θέση του παιδιού. Είναι σημαντικό ακόμα να εξηγούμε στο παιδί την αναγκαιότητα να υπάρχουν κανόνες και όρια στην οικογένεια καθώς και να μπορούμε να ακούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το παιδί τα πράγματα.
Τέλος, ιδιαίτερης σημασίας είναι και η ενίσχυση της εξω-λεκτικής επικοινωνίας. Η επικοινωνία βελτιώνεται όταν ο συνομιλητής του παιδιού διατηρεί τη βλεμματική επαφή μαζί του και δείχνει με τον τόνο της φωνής του, τη στάση του σώματος και τις εκφράσεις του προσώπου του ότι το προσέχει και δεν αδιαφορεί. Παράλληλα με τις μεθόδους βελτίωσης της επικοινωνίας, προτείνονται πλέον από τους ειδικούς και εναλλακτικές τεχνικές πειθαρχίας, αντί της σωματικής τιμωρίας, με θετικά αποτελέσματα. Τέτοιες τεχνικές είναι το «διάλειμμα» ή «διακοπή» ("time-out"), η «απομάκρυνση προνομίων», η θετική ενίσχυση και η λεκτική αποδοκιμασία, με τις οποίες μπορούν να εξοικειωθούν οι γονείς και να τις εφαρμόζουν στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, με τη συμβολή και τη συνεργασία με τους ειδικούς. Έχει μεγάλη αξία να καταλάβουμε ότι η βία και η επιβολή δεν είναι λύση. Ίσως να είναι απλά ο φαινομενικά εύκολος τρόπος.
Σίγουρα, είναι πιο δύσκολο να προσπαθήσουμε να μάθουμε το παιδί μας να πειθαρχεί, μαθαίνοντας παράλληλα κι εμείς να ελέγχουμε το θυμό μας, να βλέπουμε τι κρύβεται πίσω από τις αταξίες του, να αφουγκραζόμαστε τι νιώθει και ποιες είναι οι ανάγκες του. Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις βάσεις για μια πιο υγιή αλληλεπίδραση με το παιδί.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να «πειθαρχήσουμε» κι εμείς μαζί με το παιδί μας, να μάθουμε κι εμείς, να διαπαιδαγωγηθούμε μέσα από το μεγάλωμά του.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΗ Η ΑΠΟΨΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή