Ο σταυρός ο διωγμός η θλίψη ο πειρασμός είναι ο κλήρος της Εκκλησίας και του αληθινού Χριστιανού. Δεν υπάρχει ορθόδοξη Εκκλησία που να μην έζησε τον δικό της διωγμό. Αλλά ούτε και υπήρξε άγιος που να μην πέρασε από το δικό του καμίνι των θλίψεων, των διωγμών, των πειρασμών. Μια συγκλονιστική σταυρική μαρτυρία είναι και αυτής της μορφής του οσίου Λουκά αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του ιατρού καθηγητού τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής. Άνθρωπος με σπάνια ταλέντα και πνευματικά χαρίσματα, με εκπληκτική επιστημονική κατάρτιση, διακόνησε τον άνθρωπο ως ποιμένας και γιατρός, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση και αγάπη.
Πρώτα χρόνια
Το 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία. Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη. Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Μετά την ανάρρωσή του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Την ίδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμά του. Εν καιρώ, επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του. Ο Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο που του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στην εξορία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο άγιος, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ. Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ. Το 1945 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» . Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη – μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων και εξορίας – τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ίδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο και αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα.
Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» , σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» . Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά. Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο. Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» . Η αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι και άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Πρώτα χρόνια
Ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντιν του Φέλιξ Βόϊνο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κερτς της χερσονήσου της Κριμαίας.
Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο. Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας. Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ο άγιος Λουκάς βρίσκεται στην Τασκένδη. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατό της, ο γιατρός εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο. Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας. Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία. Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη. Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1922 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του Επισκόπου τον π. Βαλεντίν-Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο Επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί Επίσκοπος. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο Επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το οποίο, όμως, δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα. Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο Επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας. Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του Επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών. Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στο νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Στη συνέχεια η G.P.U. τον στέλνει ακόμη 2000χλμ μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον Επίσκοπο-γιατρό: αυτή τη φορά τον έστελναν πέρα από τον αρκτικό κύκλο στο Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του Επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του Επισκόπου. Οι αρνητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο Επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε. Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον Επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε: ήταν ελεύθερος! Όπως ήταν φυσικό ο Επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς, εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και των συνεργατών του, γεγονός που τον οδηγεί στην παραίτηση από την έδρα του Επισκόπου. Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον βγάλουν από την μέση. Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο Επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από τον ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο Άγιος εξορίστηκε για μία ακόμη φορά στη Σιβηρία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ. Μετά την ανάρρωσή του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Την ίδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμά του. Εν καιρώ, επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του. Ο Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο που του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στην εξορία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο άγιος, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ. Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ. Το 1945 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» . Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη – μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων και εξορίας – τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ίδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο και αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα.
Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» , σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» . Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά. Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο. Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» . Η αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι και άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 80 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και τον καιρό που απομένει περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος-γιατρός Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ο ύμνος: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία: -Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας». Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος. Στις 24-25 Μαΐου 1996 ήρθε και η επίσημη ανακήρυξή του από το Πατριαρχείο της Ρωσίας Ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι, με τη ζωή του απέδειξε πως ουσιαστικά δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη. Κατάφερε να τις συνδυάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο έχοντας ως κίνητρο την προσφορά στον συνάνθρωπο σε απόλυτη συμφωνία με το λόγο του Θεού. Η αυταπάρνησή του για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον ουκρανικό λαό και τους ορθόδοξους όλου του κόσμου ενώ ταυτόχρονα κέρδισε τον σεβασμό των πολεμίων του.
Νάντια Μανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου