Γιώργος Μπάρλας
Θεολόγος, Φιλόλογος
Το θέμα μας είναι η πνευματική κλιμάκωση με αφορμή το έργο του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη «Κλίμακα». Θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από την κλίμακα αυτή ό,τι θα μπορούσε να αφορά τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της πνευματικής ζωής ενός χριστιανού που ζει στον κόσμο, κι αυτό διότι η Κλίμακα αναφέρεται στα κατορθώματα της μοναχικής ζωής και, κατά τούτο, ξεπερνά τις δυνατότητες της δικής μας πνευματικής προσπάθειας. Πρέπει λοιπόν να το πούμε εξαρχής: η Κλίμακα είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Δεν διαβάζεται εύκολα. Είναι πιθανό, κατά τη γνώμη μου, να μην προκύψει κανένα σπουδαίο πνευματικό όφελος από τη μελέτη της αν δε ληφθεί υπόψη ότι αναφέρεται κατεξοχήν σε μοναχούς –και δεν ξέρω μάλιστα πόσοι από αυτούς θα ωφελούνταν πραγματικά. Κι αυτό εξαρτάται από τα πνευματικά μέτρα των τελευταίων. Αν λοιπόν για τους μοναχούς είναι ένα δύσκολο βιβλίο, τι να πούμε κι εμείς οι εν τω κόσμω χριστιανοί; Ωστόσο, την Κλίμακα τη διαβάζουμε, όπως διαβάζουμε κι ένα σωρό άλλα βιβλία. Τα βιβλία οι χριστιανοί κανονικά τα διαβάζουμε για να ωφεληθούμε κι όχι απλά για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας. Παρόλα αυτά με τη μελέτη της Κλίμακας ούτε την ώρα μας μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα, όπως λ.χ. γίνεται με την ανάγνωση ενός βιβλίου που μιλάει για τη ζωή και τη διδασκαλία ενός σύγχρονου ή παλαιότερου γέροντα. Ας κρατήσουμε λοιπόν αρχικά αυτό: δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους. Πρέπει να ξέρουμε για ποιο σκοπό γράφτηκαν και για ποιους γράφτηκαν. Σήμερα, που εύκολα μπορούμε να βρούμε όλα τα βιβλία, το να αγνοείται το παραπάνω είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Τι θέλω να πω;
Με την αδιάκριτη μελέτη βιβλίων που αφορούν ασκητές βάζουμε στους εαυτούς μας μεγαλεπήβολους, μαξιμαλιστικούς στόχους, τους οποίους δεν μπορούμε να φτάσουμε και τότε ή απογοητευόμαστε και εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια ή πιέζουμε τους εαυτούς μας μέχρι συντριβής.
Νά λοιπόν το πρώτο σκαλοπάτι που πρέπει να ανέβουμε στην πνευματική κλίμακα: να διακρίνουμε τη μοναχική ζωή από τη χριστιανική ζωή στον κόσμο και ταυτόχρονα να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός είναι κοινός: ο αγιασμός. Οι τρόποι όμως διαφέρουν. Όσο παράδοξο θα ήταν για έναν μοναχό να ζει σαν χριστιανός που πορεύεται μέσα στον κόσμο, άλλο τόσο παράδοξο είναι για έναν χριστιανό που ζει μέσα στον κόσμο να συμπεριφέρεται σα να είναι μοναχός. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι΄ αυτό. Ο χριστιανός που μάχεται να κατορθώσει στον κόσμο τη μοναχική ασκητική ζωή ίσως νομίζει ότι με την άσκησή του θα μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού ή να απαιτήσει εξαιτίας αυτής της άσκησης από τον Θεό τη σωτηρία του. Έτσι ξεχνάει όμως ότι η σωτηρία παρέχεται πάντα ως δωρεά από τον Θεό και ότι η άσκηση δεν την εξασφαλίζει. Απλά δείχνει την προαίρεσή μας απέναντι στο Θεό για να μας σώσει. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Σιναΐτης αναφέρεται σε έναν κόσμο σιωπής, μονήρους βίου και εργοχείρου, στον αντίποδα του κόσμου στον οποίο ζούμε και της καθημερινότητας μέσα στις πόλεις. Χριστιανισμός, λέει κάποιος, δεν είναι η μαξιμαλιστική στρατηγική «ή όλα ή τίποτε», ούτε η ισοπεδωτική «τι λάχνα, τι μπρόκολα», ούτε η ξαφνική έφοδος αλλά η στρατηγική της κλιμάκωσης των αναβαθμών, των σταδίων. Τότε γιατί διαβάζουμε τέτοιου είδους βιβλία σαν την Κλίμακα και γιατί η εκκλησία μας μάς θέτει τέτοιου είδους πρότυπα όπως ο άγιος Ιωάννης; Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι από κάποια στιγμή και έπειτα η μοναχική ζωή αποτέλεσε το κατεξοχήν πρότυπο της χριστιανικής ζωής και επιβλήθηκε στη ζωή της εκκλησίας. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ταυτόχρονα και πέρα από αυτό -που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε- ότι οι άγιοί μας είναι πρότυπα και έχουμε πολλά να κερδίσουμε ακολουθώντας τους αλλά ταυτόχρονα διακρίνοντας τα πράγματα ως προς τις πραγματικές μας δυνατότητες και τον τρόπο ζωής των χριστιανών στον κόσμο και όχι στο μοναστήρι. Αν αδιάκριτα μιμηθούμε τη ζωή ενός μεγάλου ασκητή μάλλον δεν θα καταφέρουμε τίποτα.
Από τη μελέτη τέτοιων βιβλίων μπορούμε να αποκομίσουμε, πρώτα απ΄ όλα ταπείνωση. Όχι επειδή δεν φτάνουμε στα μέτρα των τελείων -αυτό δεν είναι σκοπός μας-, αλλά μάλλον επειδή δεν έχουμε καν ξεκινήσει τον πνευματικό αγώνα.
Από τη μελέτη της Κλίμακας μπορούμε να πάρουμε την αγωνιστική διάθεση που θα μας εμπνεύσει για τους δικούς μας αγώνες, στα δικά μας πνευματικά μέτρα. Η χριστιανική ζωή είναι ένας πόλεμος εναντίον του Σατανά και της αμαρτίας, πόλεμο που βλέπουμε να διεξάγει πρώτος ο Χριστός στο ευαγγέλιο. Στον αγώνα αυτό και οι μικρές νίκες, τα μικρότερα κατορθώματα είναι σημαντικά και σε αυτά πρέπει ο χριστιανός να στοχεύει και όχι στα μεγάλα. Το κατώτατο όριο για τον χριστιανό είναι μάλιστα να μην κάνει κακό σε άνθρωπο και το ανώτατο να αγαπά και τους εχθρούς του. Και είπα προηγουμένως ότι δεν μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα με την Κλίμακα διότι ασυναίσθητα ίσως μας υποδεικνύει ποιο είναι ακριβώς το πνευματικό μας ανάστημα. Κι αν είμαστε ειλικρινείς θα δούμε ότι ενδεχομένως να μην έχουμε ανέβει καν στο πρώτο σκαλοπάτι της πνευματικής κλίμακας. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε αποφασίσει να μην κάνουμε κακό στο συνάνθρωπο ούτε καν με τα λόγια ή με την έκφραση του προσώπου μας.
Στην Κλίμακα λοιπόν αναφέρεται ότι οι χριστιανοί, και οι ασκητές, διακρίνονται στους αρχάριους, τους μεσαίους και τους προχωρημένους. Η πνευματική ζωή έχει «αναβάσεις». Οι αναβάσεις ξεκινούν από την πράξη (που είναι η τήρηση των εντολών, η άσκηση στην υπακοή, η τήρηση της τάξης της μονής, η νίκη και αποφυγή των παθών της ατιμίας [Λόγοι Α΄- ΚΕ΄]. Οι αναβάσεις αυτές λέγονται συνολικά «το μαρτύριον της υποταγής», και είναι η προβαθμίδα των θείων αναβάσεων ή «επίβαση», το βάθρο, επάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί και θα εποικοδομηθεί η «θεωρία» και οι «αναβάσεις» της, οι «θείες αναβάσεις» (Νικηφόρου κ΄ Καλλίστου Ξανθοπούλου, Εισαγωγή σύντομος εις την Κλίμακα του Ιωάννη). Πρέπει να υποθέτουμε για τους εαυτούς μας ότι στην καλύτερη περίπτωση είμαστε στην κατάσταση των αρχαρίων, μια κατάσταση που ασφαλώς είναι ήδη πολύ απαιτητική. Ας πούμε λ.χ. ότι η κατάσταση των αρχαρίων απαιτεί να σκεπτόμαστε με τη νοητική μας δύναμη για να καταλάβουμε σε τι πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Στο κεφάλαιο «Περί διακρίσεως των λογισμών και παθών και αρετών» η Κλίμακα αναφέρει: «Διάκρισις, στους μεν αρχαρίους είναι η ορθή επίγνωσις του εαυτού τους. Στους μεσαίους είναι η νοερά αίσθηση η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετό του κακό. Στους δε τελείους είναι η γνώση που έχουν από θεϊκή έλλαμψη και η οποία έχει τη δύναμη να φωτίζει πλήρως με την λάμψη της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους. Ή ομιλώντας κατά τρόπο γενικό, τούτο αναγνωρίζεται ως διάκρισις και τούτο είναι: η αλάνθαστη γνώση και αντίληψη του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωση, η οποία συνήθως υπάρχει στους καθαρούς κατά την καρδιά και το σώμα και το στόμα. Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Για τους αρχάριους απαιτείται λοιπόν η αληθινή επίγνωση των πραγμάτων που αφορούν την πνευματική τους κατάσταση. Αν ο απρόσεκτος αναγνώστης θεωρήσει ότι όλα όσα διαβάζει, από αυτό λ.χ. το κεφάλαιο, αφορούν τον ίδιο και απαιτήσει από τον εαυτό του να φτάσει σε άλλο επίπεδο από αυτό που πραγματικά είναι, όντως θα συνθλιβεί. Λέει λίγο παρακάτω λοιπόν το κείμενο που πριν λίγο διάβασα ότι «Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Πώς είναι δυνατόν αυτό να επιτευχθεί στον κόσμο; Και τι σημαίνει αν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι δεν απέχει πολύ από αυτό; Νά γιατί είναι απαραίτητη η γνώση των βασικών γνωρισμάτων της πνευματικής ζωής: Αυτός που έχει συνείδηση αμόλυντη είναι αυτός που έχει καθαρή καρδιά. Κι αυτός που έχει καθαρή καρδιά είναι αυτός που γνωρίζει αληθινά πως δεν έχει αθετήσει καμιά θεϊκή εντολή, δεν κατηγορείται καν για αμέλεια ή έλλειψη στην τήρηση των εντολών, είναι ελεύθερος από κρυφά πάθη και έχει μόνο καθαρούς λογισμούς, αυτός που θεωρεί όλους τους ανθρώπους καλούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Κλίμακας από τους Νικηφόρο και Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Υπάρχει επομένως μια τεράστια διαφορά μεταξύ της πρώτης και της τρίτης βαθμίδας. Και ασφαλώς οι κατώτερες βαθμίδες όχι μόνο δεν υποτιμώνται αλλά αντιθέτως θεωρούνται απολύτως αναγκαίες για την ανάβαση στις επόμενες. Πρέπει ο χριστιανός να τις αποδεχτεί βαθιά και να μην τις καταφρονήσει. Χωρίς αυτό το θεμέλιο δεν μπορεί να ανέβει παραπάνω.
Ας δούμε ποια πράγματα της Κλίμακας μπορεί να αφορούν περισσότερο εμάς τους χριστιανούς που ζούμε στον κόσμο και που ταυτίζονται με τη χριστιανική ζωή γενικά και που χωρίς αυτά δε νοείται αυτή. Για την Κλίμακα η ζωή του μοναχού αλλά και κάθε χριστιανού είναι χριστοκεντρική. Είναι αφιερωμένη στο Χριστό, είναι μια βαθιά δέσμευση ενώπιον του Χριστού και των εντολών του. Η ζωή του μοναχού σε όλες της τις λεπτομέρειες πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό και τη μνήμη του Θεού. Όλες οι πράξεις, τα λόγια, οι σκέψεις, τα ενδιαφέροντα, σύμφωνα με την Κλίμακα, πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Χριστό και το θέλημά του. Αυτός που καταξιώνει την πνευματική, εσωτερική ζωή του μοναχού είναι ο Χριστός και τίποτα άλλο. Αν λείψει ο Χριστός τότε όλες οι ασκητικές προσπάθειες είναι ένα μεγάλο μηδέν, ένα τίποτα. Σαν πρώτο θεμέλιο δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι η πίστη στον Χριστό. Πρέπει να φρονεί ο χριστιανός ότι η σωτηρία προέρχεται αποκλειστικά από τον Χριστό και το σωτηριώδες έργο του. Η πίστη βέβαια φαίνεται από τα καλά έργα, τους καρπούς της πίστης. Και τότε η πίστη γίνεται πράξη που αποτελεί το βάθρο για να ανέλθει ο χριστιανός και παραπάνω. Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι ο μοναχός ή ο ιερέας είναι αφιερωμένοι στον Θεό. Αλλά κάθε χριστιανός είναι αφιερωμένος στον Θεό. Και ο ιερέας και ο μοναχός και ο λαϊκός είναι ή καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού. Και ποιο είναι το κύριο γνώρισμα ενός μαθητή του Χριστού; Μα ασφαλώς η απόφασή του να απαρνηθεί τη ζωή του σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού. Μέχρι να το κάνει αυτό είναι στην πορεία να γίνει μαθητής του Χριστού. Ε λοιπόν όλοι οι χριστιανοί και όχι μόνο οι μοναχοί ή οι ιερείς, καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού. Όλη η ασκητική προσπάθεια που περιγράφεται στην Κλίμακα αποσκοπεί στο να μάθει ο χριστιανός -εδώ κατεξοχήν ο μοναχός- να σηκώνει το σταυρό του, να αποδεχθεί τον θάνατο, έναν θάνατο που γεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός και που τον νίκησε με την ανάστασή του. Έτσι η αποδοχή αυτού του θανάτου, αυτού του σταυρού, γίνεται τελικά πηγή ζωής. «Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη». Δεν μιλάει εδώ για μια ηθική-εξωτερική προσπάθεια μίμησης του Χριστού, αλλά κυρίως για τη διαρκή συναίσθηση ότι ο Χριστός είναι αυτός που με τον σταυρό και την ανάστασή του έσωσε τον άνθρωπο και κατά τούτο αποτελεί το υπόδειγμα του ανθρώπου, ο οποίος καλείται να εγχριστωθεί. Το πρώτο σκαλοπάτι της Κλίμακας είναι το Περί αποταγής ή Διά την αποταγήν του ματαίου βίου, και νομίζω ότι με την προϋπόθεση της πίστης, για την οποία μόλις κάναμε λόγο, μπορούμε να μείνουμε σε αυτό. Λέει εκεί ο άγιος Ιωάννης: «αυτού του Θεού άλλοι είναι γνήσιοι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του. Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι απ΄ Αυτόν. Υπάρχουν τέλος και αυτοί που είναι εχθροί Του». Αν φίλοι Του είναι οι άγιοι άγγελοι, γνήσιοι δούλοι είναι εκείνοι που «εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα και χωρίς καμία παράλειψη». Αχρείοι δούλοι είναι οι βαπτισμένοι που «δεν εφύλαξαν τις προς τον Θεόν υποσχέσεις τους». Ξένοι και εχθροί του Θεού είναι οι αβάπτιστοι, και αντίπαλοι όσοι πολεμούν κιόλας αυτούς που τηρούν το θέλημα του Θεού. «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους• όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών κλπ. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους».
Και για τον άγιο Ιωάννη ο άνθρωπος δε νοείται χωρίς τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τον Θεό και ριγμένος στον κόσμο απομονωμένος απ΄ Αυτόν. Αν ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, η ουσία του έγκειται ακριβώς στο να αντανακλά αυτήν τη θεϊκή εικόνα. Δεν μπορεί με τίποτα να βρει τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή χωρίς τον Θεό. Είναι σα να θέλουμε να ταξιδέψουμε με ένα αυτοκίνητο στο οποίο αντί για βενζίνη έχουμε βάλει σ΄ αυτό νερό. Έξω από τη σχέση του με τον Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτό που δημιούργησε ο Θεός. Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ως εικόνα Του. Χωρίς την ιδιότητα αυτή τελικά ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, δεν υπάρχει, είναι νεκρός. Ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, διεκδικείται από τον Θεό και έτσι ο Θεός περιμένει την ανταπόκριση του ανθρώπου στο διαρκές κάλεσμά Του. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί, τότε αμαρτάνει, αποκόπτεται από τον Θεό, πορεύεται προς την ανυπαρξία. «Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει τη ζωή». Η ασέβεια δεν έγκειται καταρχήν στην ανηθικότητα, αλλά στην απιστία, στην απροθυμία του ανθρώπου να δοξάσει τον Θεό. Ο ασεβής και άπιστος είναι τελικά ο επηρμένος άνθρωπος, αυτός που νομίζει ότι μπορεί να κατοχυρώσει και να εξασφαλίσει την ύπαρξή του όντας μακριά από τον Θεό. Εκείνος που συνειδητά ή ασυνείδητα μπορεί να καυχιέται απέναντι στον Θεό για τα προσόντα του, την καταγωγή του, την εργασία του, ακόμη και την αρετή του. Σαρκικά ζει όποιος έχει την εμπιστοσύνη του σε οτιδήποτε εμπειρικό και όχι στον Θεό. Σαρκικά ζει όποιος ταυτίζει τα πρόσκαιρα με τα αιώνια, ενώ ο πιστός έχει την ελπίδα του στα αιώνια και όχι σε όσα παρέρχονται. «Είναι -όμως- θεοφιλής εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού». Μέσα από αυτά ο πιστός βλέπει τον δωρητή Θεό και γι΄ αυτό μπορεί να τα απολαμβάνει. Διαφορετικά και αυτά θα αποτελούσαν αμαρτία, αφορμή αποκοπής από τον Θεό. Για τον μοναχό βέβαια και ως προς αυτό τα πράγματα είναι απόλυτα: «Αναχώρησις από τον κόσμο είναι το να μισήσης με τη θέλησή σου πράγματα επαινετά και να αρνηθής τη φύση, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν». Επί της ουσίας πάντως, και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο, μόνο ως δώρα του Θεού μπορεί να απολαμβάνει τα πράγματα και καθόλου να μην έχει την ελπίδα του σε αυτά. Είναι κι αυτό μια μορφή αποταγής. Συνοψίζοντας: είπαμε αρχικά ότι είναι εντελώς απαραίτητη η επίγνωση της πνευματικής βαθμίδας στην οποία βρισκόμαστε και η επίγνωση των δυνατοτήτων μας. Οι στόχοι που θέτουμε δεν πρέπει να υπερβαίνουν αυτές τις δυνατότητες διότι τότε ματαιοπονούμε ή συνθλιβόμαστε. Ακολούθως μείναμε σε δύο βασικές αρχές οι οποίες αφορούν και τη ζωή των χριστιανών που ζούμε στον κόσμο: στην πίστη στον Θεό και μαζί στην αποταγή του κόσμου, ως την άρνηση να εμπιστευθούμε τη ζωή μας σε οτιδήποτε εμπειρικό και εγκόσμιο και αφιέρωση στον Χριστό ως τη μόνη ελπίδα της ζωής μας. Με αυτές τις αρχές, δηλαδή μαζί με τον Χριστό, μπορεί κανείς να ανέβει και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της νοητής Κλίμακας.-
Θεολόγος, Φιλόλογος
Το θέμα μας είναι η πνευματική κλιμάκωση με αφορμή το έργο του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη «Κλίμακα». Θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από την κλίμακα αυτή ό,τι θα μπορούσε να αφορά τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της πνευματικής ζωής ενός χριστιανού που ζει στον κόσμο, κι αυτό διότι η Κλίμακα αναφέρεται στα κατορθώματα της μοναχικής ζωής και, κατά τούτο, ξεπερνά τις δυνατότητες της δικής μας πνευματικής προσπάθειας. Πρέπει λοιπόν να το πούμε εξαρχής: η Κλίμακα είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Δεν διαβάζεται εύκολα. Είναι πιθανό, κατά τη γνώμη μου, να μην προκύψει κανένα σπουδαίο πνευματικό όφελος από τη μελέτη της αν δε ληφθεί υπόψη ότι αναφέρεται κατεξοχήν σε μοναχούς –και δεν ξέρω μάλιστα πόσοι από αυτούς θα ωφελούνταν πραγματικά. Κι αυτό εξαρτάται από τα πνευματικά μέτρα των τελευταίων. Αν λοιπόν για τους μοναχούς είναι ένα δύσκολο βιβλίο, τι να πούμε κι εμείς οι εν τω κόσμω χριστιανοί; Ωστόσο, την Κλίμακα τη διαβάζουμε, όπως διαβάζουμε κι ένα σωρό άλλα βιβλία. Τα βιβλία οι χριστιανοί κανονικά τα διαβάζουμε για να ωφεληθούμε κι όχι απλά για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας. Παρόλα αυτά με τη μελέτη της Κλίμακας ούτε την ώρα μας μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα, όπως λ.χ. γίνεται με την ανάγνωση ενός βιβλίου που μιλάει για τη ζωή και τη διδασκαλία ενός σύγχρονου ή παλαιότερου γέροντα. Ας κρατήσουμε λοιπόν αρχικά αυτό: δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους. Πρέπει να ξέρουμε για ποιο σκοπό γράφτηκαν και για ποιους γράφτηκαν. Σήμερα, που εύκολα μπορούμε να βρούμε όλα τα βιβλία, το να αγνοείται το παραπάνω είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Τι θέλω να πω;
Με την αδιάκριτη μελέτη βιβλίων που αφορούν ασκητές βάζουμε στους εαυτούς μας μεγαλεπήβολους, μαξιμαλιστικούς στόχους, τους οποίους δεν μπορούμε να φτάσουμε και τότε ή απογοητευόμαστε και εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια ή πιέζουμε τους εαυτούς μας μέχρι συντριβής.
Νά λοιπόν το πρώτο σκαλοπάτι που πρέπει να ανέβουμε στην πνευματική κλίμακα: να διακρίνουμε τη μοναχική ζωή από τη χριστιανική ζωή στον κόσμο και ταυτόχρονα να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός είναι κοινός: ο αγιασμός. Οι τρόποι όμως διαφέρουν. Όσο παράδοξο θα ήταν για έναν μοναχό να ζει σαν χριστιανός που πορεύεται μέσα στον κόσμο, άλλο τόσο παράδοξο είναι για έναν χριστιανό που ζει μέσα στον κόσμο να συμπεριφέρεται σα να είναι μοναχός. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι΄ αυτό. Ο χριστιανός που μάχεται να κατορθώσει στον κόσμο τη μοναχική ασκητική ζωή ίσως νομίζει ότι με την άσκησή του θα μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού ή να απαιτήσει εξαιτίας αυτής της άσκησης από τον Θεό τη σωτηρία του. Έτσι ξεχνάει όμως ότι η σωτηρία παρέχεται πάντα ως δωρεά από τον Θεό και ότι η άσκηση δεν την εξασφαλίζει. Απλά δείχνει την προαίρεσή μας απέναντι στο Θεό για να μας σώσει. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Σιναΐτης αναφέρεται σε έναν κόσμο σιωπής, μονήρους βίου και εργοχείρου, στον αντίποδα του κόσμου στον οποίο ζούμε και της καθημερινότητας μέσα στις πόλεις. Χριστιανισμός, λέει κάποιος, δεν είναι η μαξιμαλιστική στρατηγική «ή όλα ή τίποτε», ούτε η ισοπεδωτική «τι λάχνα, τι μπρόκολα», ούτε η ξαφνική έφοδος αλλά η στρατηγική της κλιμάκωσης των αναβαθμών, των σταδίων. Τότε γιατί διαβάζουμε τέτοιου είδους βιβλία σαν την Κλίμακα και γιατί η εκκλησία μας μάς θέτει τέτοιου είδους πρότυπα όπως ο άγιος Ιωάννης; Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι από κάποια στιγμή και έπειτα η μοναχική ζωή αποτέλεσε το κατεξοχήν πρότυπο της χριστιανικής ζωής και επιβλήθηκε στη ζωή της εκκλησίας. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ταυτόχρονα και πέρα από αυτό -που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε- ότι οι άγιοί μας είναι πρότυπα και έχουμε πολλά να κερδίσουμε ακολουθώντας τους αλλά ταυτόχρονα διακρίνοντας τα πράγματα ως προς τις πραγματικές μας δυνατότητες και τον τρόπο ζωής των χριστιανών στον κόσμο και όχι στο μοναστήρι. Αν αδιάκριτα μιμηθούμε τη ζωή ενός μεγάλου ασκητή μάλλον δεν θα καταφέρουμε τίποτα.
Από τη μελέτη τέτοιων βιβλίων μπορούμε να αποκομίσουμε, πρώτα απ΄ όλα ταπείνωση. Όχι επειδή δεν φτάνουμε στα μέτρα των τελείων -αυτό δεν είναι σκοπός μας-, αλλά μάλλον επειδή δεν έχουμε καν ξεκινήσει τον πνευματικό αγώνα.
Από τη μελέτη της Κλίμακας μπορούμε να πάρουμε την αγωνιστική διάθεση που θα μας εμπνεύσει για τους δικούς μας αγώνες, στα δικά μας πνευματικά μέτρα. Η χριστιανική ζωή είναι ένας πόλεμος εναντίον του Σατανά και της αμαρτίας, πόλεμο που βλέπουμε να διεξάγει πρώτος ο Χριστός στο ευαγγέλιο. Στον αγώνα αυτό και οι μικρές νίκες, τα μικρότερα κατορθώματα είναι σημαντικά και σε αυτά πρέπει ο χριστιανός να στοχεύει και όχι στα μεγάλα. Το κατώτατο όριο για τον χριστιανό είναι μάλιστα να μην κάνει κακό σε άνθρωπο και το ανώτατο να αγαπά και τους εχθρούς του. Και είπα προηγουμένως ότι δεν μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα με την Κλίμακα διότι ασυναίσθητα ίσως μας υποδεικνύει ποιο είναι ακριβώς το πνευματικό μας ανάστημα. Κι αν είμαστε ειλικρινείς θα δούμε ότι ενδεχομένως να μην έχουμε ανέβει καν στο πρώτο σκαλοπάτι της πνευματικής κλίμακας. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε αποφασίσει να μην κάνουμε κακό στο συνάνθρωπο ούτε καν με τα λόγια ή με την έκφραση του προσώπου μας.
Στην Κλίμακα λοιπόν αναφέρεται ότι οι χριστιανοί, και οι ασκητές, διακρίνονται στους αρχάριους, τους μεσαίους και τους προχωρημένους. Η πνευματική ζωή έχει «αναβάσεις». Οι αναβάσεις ξεκινούν από την πράξη (που είναι η τήρηση των εντολών, η άσκηση στην υπακοή, η τήρηση της τάξης της μονής, η νίκη και αποφυγή των παθών της ατιμίας [Λόγοι Α΄- ΚΕ΄]. Οι αναβάσεις αυτές λέγονται συνολικά «το μαρτύριον της υποταγής», και είναι η προβαθμίδα των θείων αναβάσεων ή «επίβαση», το βάθρο, επάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί και θα εποικοδομηθεί η «θεωρία» και οι «αναβάσεις» της, οι «θείες αναβάσεις» (Νικηφόρου κ΄ Καλλίστου Ξανθοπούλου, Εισαγωγή σύντομος εις την Κλίμακα του Ιωάννη). Πρέπει να υποθέτουμε για τους εαυτούς μας ότι στην καλύτερη περίπτωση είμαστε στην κατάσταση των αρχαρίων, μια κατάσταση που ασφαλώς είναι ήδη πολύ απαιτητική. Ας πούμε λ.χ. ότι η κατάσταση των αρχαρίων απαιτεί να σκεπτόμαστε με τη νοητική μας δύναμη για να καταλάβουμε σε τι πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Στο κεφάλαιο «Περί διακρίσεως των λογισμών και παθών και αρετών» η Κλίμακα αναφέρει: «Διάκρισις, στους μεν αρχαρίους είναι η ορθή επίγνωσις του εαυτού τους. Στους μεσαίους είναι η νοερά αίσθηση η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετό του κακό. Στους δε τελείους είναι η γνώση που έχουν από θεϊκή έλλαμψη και η οποία έχει τη δύναμη να φωτίζει πλήρως με την λάμψη της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους. Ή ομιλώντας κατά τρόπο γενικό, τούτο αναγνωρίζεται ως διάκρισις και τούτο είναι: η αλάνθαστη γνώση και αντίληψη του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωση, η οποία συνήθως υπάρχει στους καθαρούς κατά την καρδιά και το σώμα και το στόμα. Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Για τους αρχάριους απαιτείται λοιπόν η αληθινή επίγνωση των πραγμάτων που αφορούν την πνευματική τους κατάσταση. Αν ο απρόσεκτος αναγνώστης θεωρήσει ότι όλα όσα διαβάζει, από αυτό λ.χ. το κεφάλαιο, αφορούν τον ίδιο και απαιτήσει από τον εαυτό του να φτάσει σε άλλο επίπεδο από αυτό που πραγματικά είναι, όντως θα συνθλιβεί. Λέει λίγο παρακάτω λοιπόν το κείμενο που πριν λίγο διάβασα ότι «Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Πώς είναι δυνατόν αυτό να επιτευχθεί στον κόσμο; Και τι σημαίνει αν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι δεν απέχει πολύ από αυτό; Νά γιατί είναι απαραίτητη η γνώση των βασικών γνωρισμάτων της πνευματικής ζωής: Αυτός που έχει συνείδηση αμόλυντη είναι αυτός που έχει καθαρή καρδιά. Κι αυτός που έχει καθαρή καρδιά είναι αυτός που γνωρίζει αληθινά πως δεν έχει αθετήσει καμιά θεϊκή εντολή, δεν κατηγορείται καν για αμέλεια ή έλλειψη στην τήρηση των εντολών, είναι ελεύθερος από κρυφά πάθη και έχει μόνο καθαρούς λογισμούς, αυτός που θεωρεί όλους τους ανθρώπους καλούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Κλίμακας από τους Νικηφόρο και Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Υπάρχει επομένως μια τεράστια διαφορά μεταξύ της πρώτης και της τρίτης βαθμίδας. Και ασφαλώς οι κατώτερες βαθμίδες όχι μόνο δεν υποτιμώνται αλλά αντιθέτως θεωρούνται απολύτως αναγκαίες για την ανάβαση στις επόμενες. Πρέπει ο χριστιανός να τις αποδεχτεί βαθιά και να μην τις καταφρονήσει. Χωρίς αυτό το θεμέλιο δεν μπορεί να ανέβει παραπάνω.
Ας δούμε ποια πράγματα της Κλίμακας μπορεί να αφορούν περισσότερο εμάς τους χριστιανούς που ζούμε στον κόσμο και που ταυτίζονται με τη χριστιανική ζωή γενικά και που χωρίς αυτά δε νοείται αυτή. Για την Κλίμακα η ζωή του μοναχού αλλά και κάθε χριστιανού είναι χριστοκεντρική. Είναι αφιερωμένη στο Χριστό, είναι μια βαθιά δέσμευση ενώπιον του Χριστού και των εντολών του. Η ζωή του μοναχού σε όλες της τις λεπτομέρειες πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό και τη μνήμη του Θεού. Όλες οι πράξεις, τα λόγια, οι σκέψεις, τα ενδιαφέροντα, σύμφωνα με την Κλίμακα, πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Χριστό και το θέλημά του. Αυτός που καταξιώνει την πνευματική, εσωτερική ζωή του μοναχού είναι ο Χριστός και τίποτα άλλο. Αν λείψει ο Χριστός τότε όλες οι ασκητικές προσπάθειες είναι ένα μεγάλο μηδέν, ένα τίποτα. Σαν πρώτο θεμέλιο δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι η πίστη στον Χριστό. Πρέπει να φρονεί ο χριστιανός ότι η σωτηρία προέρχεται αποκλειστικά από τον Χριστό και το σωτηριώδες έργο του. Η πίστη βέβαια φαίνεται από τα καλά έργα, τους καρπούς της πίστης. Και τότε η πίστη γίνεται πράξη που αποτελεί το βάθρο για να ανέλθει ο χριστιανός και παραπάνω. Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι ο μοναχός ή ο ιερέας είναι αφιερωμένοι στον Θεό. Αλλά κάθε χριστιανός είναι αφιερωμένος στον Θεό. Και ο ιερέας και ο μοναχός και ο λαϊκός είναι ή καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού. Και ποιο είναι το κύριο γνώρισμα ενός μαθητή του Χριστού; Μα ασφαλώς η απόφασή του να απαρνηθεί τη ζωή του σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού. Μέχρι να το κάνει αυτό είναι στην πορεία να γίνει μαθητής του Χριστού. Ε λοιπόν όλοι οι χριστιανοί και όχι μόνο οι μοναχοί ή οι ιερείς, καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού. Όλη η ασκητική προσπάθεια που περιγράφεται στην Κλίμακα αποσκοπεί στο να μάθει ο χριστιανός -εδώ κατεξοχήν ο μοναχός- να σηκώνει το σταυρό του, να αποδεχθεί τον θάνατο, έναν θάνατο που γεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός και που τον νίκησε με την ανάστασή του. Έτσι η αποδοχή αυτού του θανάτου, αυτού του σταυρού, γίνεται τελικά πηγή ζωής. «Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη». Δεν μιλάει εδώ για μια ηθική-εξωτερική προσπάθεια μίμησης του Χριστού, αλλά κυρίως για τη διαρκή συναίσθηση ότι ο Χριστός είναι αυτός που με τον σταυρό και την ανάστασή του έσωσε τον άνθρωπο και κατά τούτο αποτελεί το υπόδειγμα του ανθρώπου, ο οποίος καλείται να εγχριστωθεί. Το πρώτο σκαλοπάτι της Κλίμακας είναι το Περί αποταγής ή Διά την αποταγήν του ματαίου βίου, και νομίζω ότι με την προϋπόθεση της πίστης, για την οποία μόλις κάναμε λόγο, μπορούμε να μείνουμε σε αυτό. Λέει εκεί ο άγιος Ιωάννης: «αυτού του Θεού άλλοι είναι γνήσιοι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του. Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι απ΄ Αυτόν. Υπάρχουν τέλος και αυτοί που είναι εχθροί Του». Αν φίλοι Του είναι οι άγιοι άγγελοι, γνήσιοι δούλοι είναι εκείνοι που «εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα και χωρίς καμία παράλειψη». Αχρείοι δούλοι είναι οι βαπτισμένοι που «δεν εφύλαξαν τις προς τον Θεόν υποσχέσεις τους». Ξένοι και εχθροί του Θεού είναι οι αβάπτιστοι, και αντίπαλοι όσοι πολεμούν κιόλας αυτούς που τηρούν το θέλημα του Θεού. «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους• όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών κλπ. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους».
Και για τον άγιο Ιωάννη ο άνθρωπος δε νοείται χωρίς τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τον Θεό και ριγμένος στον κόσμο απομονωμένος απ΄ Αυτόν. Αν ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, η ουσία του έγκειται ακριβώς στο να αντανακλά αυτήν τη θεϊκή εικόνα. Δεν μπορεί με τίποτα να βρει τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή χωρίς τον Θεό. Είναι σα να θέλουμε να ταξιδέψουμε με ένα αυτοκίνητο στο οποίο αντί για βενζίνη έχουμε βάλει σ΄ αυτό νερό. Έξω από τη σχέση του με τον Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτό που δημιούργησε ο Θεός. Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ως εικόνα Του. Χωρίς την ιδιότητα αυτή τελικά ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, δεν υπάρχει, είναι νεκρός. Ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, διεκδικείται από τον Θεό και έτσι ο Θεός περιμένει την ανταπόκριση του ανθρώπου στο διαρκές κάλεσμά Του. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί, τότε αμαρτάνει, αποκόπτεται από τον Θεό, πορεύεται προς την ανυπαρξία. «Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει τη ζωή». Η ασέβεια δεν έγκειται καταρχήν στην ανηθικότητα, αλλά στην απιστία, στην απροθυμία του ανθρώπου να δοξάσει τον Θεό. Ο ασεβής και άπιστος είναι τελικά ο επηρμένος άνθρωπος, αυτός που νομίζει ότι μπορεί να κατοχυρώσει και να εξασφαλίσει την ύπαρξή του όντας μακριά από τον Θεό. Εκείνος που συνειδητά ή ασυνείδητα μπορεί να καυχιέται απέναντι στον Θεό για τα προσόντα του, την καταγωγή του, την εργασία του, ακόμη και την αρετή του. Σαρκικά ζει όποιος έχει την εμπιστοσύνη του σε οτιδήποτε εμπειρικό και όχι στον Θεό. Σαρκικά ζει όποιος ταυτίζει τα πρόσκαιρα με τα αιώνια, ενώ ο πιστός έχει την ελπίδα του στα αιώνια και όχι σε όσα παρέρχονται. «Είναι -όμως- θεοφιλής εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού». Μέσα από αυτά ο πιστός βλέπει τον δωρητή Θεό και γι΄ αυτό μπορεί να τα απολαμβάνει. Διαφορετικά και αυτά θα αποτελούσαν αμαρτία, αφορμή αποκοπής από τον Θεό. Για τον μοναχό βέβαια και ως προς αυτό τα πράγματα είναι απόλυτα: «Αναχώρησις από τον κόσμο είναι το να μισήσης με τη θέλησή σου πράγματα επαινετά και να αρνηθής τη φύση, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν». Επί της ουσίας πάντως, και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο, μόνο ως δώρα του Θεού μπορεί να απολαμβάνει τα πράγματα και καθόλου να μην έχει την ελπίδα του σε αυτά. Είναι κι αυτό μια μορφή αποταγής. Συνοψίζοντας: είπαμε αρχικά ότι είναι εντελώς απαραίτητη η επίγνωση της πνευματικής βαθμίδας στην οποία βρισκόμαστε και η επίγνωση των δυνατοτήτων μας. Οι στόχοι που θέτουμε δεν πρέπει να υπερβαίνουν αυτές τις δυνατότητες διότι τότε ματαιοπονούμε ή συνθλιβόμαστε. Ακολούθως μείναμε σε δύο βασικές αρχές οι οποίες αφορούν και τη ζωή των χριστιανών που ζούμε στον κόσμο: στην πίστη στον Θεό και μαζί στην αποταγή του κόσμου, ως την άρνηση να εμπιστευθούμε τη ζωή μας σε οτιδήποτε εμπειρικό και εγκόσμιο και αφιέρωση στον Χριστό ως τη μόνη ελπίδα της ζωής μας. Με αυτές τις αρχές, δηλαδή μαζί με τον Χριστό, μπορεί κανείς να ανέβει και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της νοητής Κλίμακας.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου